- στίλβωτρο
- το, ΝΑ, και στίλβωθρον Ανεοελλ.εργαλείο ή μηχανικό μέσο που χρησιμοποιείται για τη στίλβωση αντικειμένωναρχ.όργανο για επίπαση καλλωπιστικής ουσίας στο πρόσωπο ή η ίδια η καλλωπιστική ουσία («χρῶνται δὲ αὐτῷ αἱ γυναίκες ἐπὶ τῷ προσώπω ἐπί στιλβώθρῳ», Διοσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στιλβῶ, -ώνω + επίθημα -τρο / -θρον (πρβλ. σάρω-τρον, ζυγω-θρον)].
Dictionary of Greek. 2013.